- ρεζερβουάρ
- το, Νάκλ.ντεπόζιτο βενζίνης ή πετρελαίου αυτοκινήτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. reservoir < ρ. reserver (< λατ. reservo «διατηρώ, αποταμιεύω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρεζερβουάρ — το (λ. γαλλ.), άκλ., η αποθήκη βενζίνης του αυτοκινήτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ντακότα, Βόρεια — (North Dakota). Πολιτεία (178.695 τ. χλμ., 620.700 κάτ. το 2003) των βορειοκεντρικών ΗΠΑ, που συνορεύει στα Β με τον Καναδά, στα Δ με τη Μοντάνα, στα Ν με τη Νότια Ντακότα και στα Α με τη Μινεσότα· τα σύνορα είναι όλα συμβατικά, εκτός από το… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
φρένο — (ή πέδη). Μηχανισμός ικανός να μειώσει την ταχύτητα ενός οργάνου που βρίσκεται σε κίνηση. Ο τύπος φ. που χρησιμοποιείται συχνότερα ενεργεί με ξηρά τριβή: η κινητική ενέργεια μετατρέπεται σε θερμότητα, που απομακρύνεται με την απλή αγωγιμότητα ή… … Dictionary of Greek
φουλάρω — (λ. αγγλ.), φουλάρισα, φουλαρισμένος 1. μτβ. και αμτβ., γεμίζω τελείως, είμαι γεμάτος ως επάνω, κάνω κάτι πλήρες: Φουλάρω το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου με βενζίνη. – Το δοχείο πετρελαίου φουλάρισε. 2. πηγαίνω πολύ γρήγορα, τρέχω πάρα πολύ:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)